νευροέκκριση

νευροέκκριση
η
βιολ. η σύνθεση και έκκριση στο αίμα ή στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό, από ορισμένα νευρικά κύτταρα, χημικών ουσιών που δρουν εξ αποστάσεως ή τοπικά με διάχυση στον περιβάλλοντα ιστό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νευροεκκριτικός — ή, ό βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευροέκκριση («νευροεκκριτικό κύτταρο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”